ἔτος

ἔτος
ἔτος, ους, τό (Hom.+) year Ac 7:30; 13:21; Hb 1:12 (Ps 101:28); 3:10, 17 (Ps 94:10); 2 Pt 3:8 (Ps 89:4); Rv 20:3–7; 1 Cl 25:5 al.—ἔτη ἔχειν be x years old (Jos., Ant. 1, 198) J 8:57; differently w. the addition ἐν τ. ἀσθενείᾳ αὐτοῦ be ill for x years 5:5 (cp. TestJob 26:1 ἐν ταῖς πληγαῖς). εἶναι, γίνεσθαι ἐτῶν w. a numeral to indicate age (X., Mem. 1, 2, 40 al.; Gen 7:6; 12:4 and oft.; Demetr.: 722 Fgm. 1, 1 al. Jac.; Jos., Ant. 10, 50) Mk 5:42; Lk 2:42; Ac 4:22; 1 Ti 5:9 (Cyr. Ins. 16 μηδένα νεώτερον πέντε κ. εἴκοσι ἐτῶν); ὡς or ὡσεὶ ἐτῶν w. numeral about x years old (X., An. 2, 6, 20 ἦν ἐτῶν ὡς τριάκοντα; PTebt 381, 4f [123 B.C.]; s. Dssm. in PMeyer, Griech. Texte aus Ägypt. 1916, p. 26, 48; for use of round numbers s. Meyer 47, no. 7, 5 and 7; 67, no. 12, 12) Lk 3:23; 8:42; GJs 12:3.—Acc. to denote duration of time in answer to the quest.: how long? (X., Cyr. 1, 2, 9; SIG 1168: 3, 8, 14, 95; SIG2 847, 4; 850, 6 al.; 2 Km 21:1; EpJer 2; Jdth 8:4; 1 Macc 1:7, 9 al.; Demetr.: 722 Fgm. 1, 6 Jac.; Just., D. 88, 2) δώδεκα ἔτη for twelve years Mt 9:20; cp. Mk 5:25; Lk 2:36; 13:7f, 11, 16; 15:29; Ac 7:6 (Gen 15:13), 36, 42 (Am 5:25); B 10:6; MPol 9:3 al. The dat. is also used in almost the same sense (Appian, Illyr. 25 §71 ἔτεσι δέκα=for ten years; Polyaenus 1, 12; Lucian, Dial. Meretr. 8, 2 et al.; SIG 872, 17; 898, 28; 966, 17; ins concerning a Lycaon. bishop [Exp. 7th ser., 6, 1908, 387, 12] εἴκοσι πέντε ὅλοις ἔτεσιν τ. ἐπισκοπὴν διοικήσας; B-D-F §201; Rob. 523) of the temple τεσσεράκοντα καὶ ἓξ ἔτεσιν οἰκοδομήθη it was under construction for forty-six years J 2:20; cp. Ac 13:20. Likew. ἐπί w. acc. (SIG 1219, 27 ἐπὶ δέκα ἔτη; Mitt-Wilck. 327, 16 [107 B.C.]; Jos., Ant. 5, 211) Lk 4:25; Ac 19:10.—Other prep. combinations: ἀπὸ (SIG 762, 14; 820, 8) ἐτῶν δώδεκα for twelve years Lk 8:43; ἀπὸ πολλῶν ἐ. Ro 15:23. Also ἐκ πολλῶν ἐ. Ac 24:10; cp. 9:33. διʼ ἐ. πλειόνων after several years 24:17; cp. Gal 2:1. εἰς ἔ. πολλά for many years to come Lk 12:19 (cp. SIG 707, 19f; 708, 43). ἐν ἔτει πεντεκαιδεκάτῳ 3:1 (cp. SIG 736: 11, 52, 54, 90; 3 Km 6:1; 15:1 al.). ἕως ἐτῶν … until x years of age (cp. Jo 2:2; Jos., Ant. 5, 181) Lk 2:37. κατʼ ἔτος every year (GDI 4195, 30f [Rhodes]; PAmh 86, 11 [78 A.D.]; POxy 725, 36; 2 Macc 11:3; Jos., Ant. 7, 99) 2:41; μετὰ τρία ἔ. after three years Gal 1:18; 3:17 (cp. SIG 708, 26; Tob 14:2 BA; Is 23:15; Da 4:33a; 1 Macc 1:29; Tat. 31, 3). πρὸ ἐτῶν δεκατεσσάρων fourteen years ago 2 Cor 12:2 (as Just., A I, 46, 1). χιλιάδα τινὰ … ἐτῶν Papias (2:12). fourteen years ago.—B. 1011f. DELG. M-M.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἐτός — without reason indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑτός — sent masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔτος — year neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έτος — Χρονικό διάστημα το οποίο χρειάζεται η Γη για να συμπληρώσει μία περιφορά γύρω από τον Ήλιο. Κατά το διάστημα αυτής της περιφοράς, η Γη εκτελεί 366 ολόκληρες περιστροφές –και ένα μέρος– γύρω στον άξονά της. Αν λάβουμε υπόψη τις διαδοχικές… …   Dictionary of Greek

  • ετός — Χρονικό διάστημα το οποίο χρειάζεται η Γη για να συμπληρώσει μία περιφορά γύρω από τον Ήλιο. Κατά το διάστημα αυτής της περιφοράς, η Γη εκτελεί 366 ολόκληρες περιστροφές –και ένα μέρος– γύρω στον άξονά της. Αν λάβουμε υπόψη τις διαδοχικές… …   Dictionary of Greek

  • έτος — το 1. χρονική διάρκεια 365 366 ημερών, αλλ. χρόνος, χρονιά. 2. περίοδος εργασίας: Διδακτικό έτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έτος φωτός — Μονάδα μέτρησης, που χρησιμοποιείται στην αστρονομία για τις αποστάσεις των αστέρων, για vα αποφευχθεί η χρήση αριθμών της τάξης των δισεκατομμυρίων και πλέον. Στην πραγματικότητα, το έ.φ. παριστάνει την απόσταση που διανύει το φως σε χρονικό… …   Dictionary of Greek

  • καθ' έτος — καθ ἔτος (Α) αντί κατ ἔτος, με δάσυνση τού τ. πρβλ. εφέτος, δωδεχέτης κ.ά …   Dictionary of Greek

  • Διεθνές Γεωφυσικό Έτος — (ΔΓΕ). Χρονική περίοδος στη διάρκεια της οποίας επιστήμονες από πολλά κράτη, ειδικοί στη μελέτη της Γης και των φαινομένων που την αφορούν άμεσα, διεξήγαγαν ένα πρόγραμμα ερευνών και μελετών που είχε συμφωνηθεί και οργανωθεί εκ των προτέρων. Η… …   Dictionary of Greek

  • ανωμαλιακό έτος — Το χρονικό διάστημα ανάμεσα σε δύο διαδοχικές διαβάσεις της Γης από το περιήλιο. Επειδή το περιήλιο της γήινης τροχιάς κινείται εξαιτίας των παρέλξεων των άλλων πλανητών προς τη διεύθυνση κίνησης της Γης, δηλαδή προς Α (συμπληρώνει ολόκληρο κύκλο …   Dictionary of Greek

  • αστρικό έτος — O χρόνος που μεσολαβεί ανάμεσα σε δύο διαδοχικές άνω μεσουρανήσεις του Ήλιου στο ίδιο σημείο της ουράνιας σφαίρας σε σχέση με τους αστερισμούς. Είναι ίσο με μια πλήρη περιστροφή της Γης γύρω από τον Ήλιο (σε σχέση με τους αστερισμούς), δηλαδή 365 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”